Η εκλογή Τραμπ και η απόφασή του να επιβάλει δασμούς στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης μοιραία έφερε ακόμη πιο κοντά τις ηγεσίες της ΕΕ και της Mercosur.
Μάλιστα η Συμφωνία ΕΕ-Mercosur αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 13 Φεβρουαρίου 2025 όπου παρά τις προσπάθειες της Κομισιόν να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις για τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει η Συμφωνία αυτή τόσο για τους ευρωπαίους αγρότες όσο και για τους ευρωπαίους καταναλωτές, τελικά κατά τη συζήτηση τα θέματα αυτά αναδείχθηκαν με ιδιαίτερη οξύτητα. Πολύ δε περισσότερο καθώς επικρατεί αναβρασμός στους αγρότες όλης της Ευρώπης που βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, ενώ στην Ελλάδα οι αγρότες μας βρίσκονται ήδη στα μπλόκα.
Μιλώντας λοιπόν εκ μέρους της Κομισιόν ο Επίτροπος Maros Sefcovic επισήμανε ότι σε μια εποχή που «η παλαιά παγκόσμια τάξη πραγμάτων στο παγκόσμιο εμπόριο κλονίζεται, είναι πιο σημαντικό από ποτέ να αναπτυχθεί αυτό το δίκτυο συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου» (www.europarl.europa.eu 13/2/2025). Άλλωστε σύμφωνα μ΄ αυτόν η ανάπτυξη μπορεί να συμβάλει στις συνολικές προσπάθειες της ΕΕ προκειμένου αφενός μεν να αποφύγει τον κίνδυνο μέσω της διαφοροποίησης του εμπορίου και αφετέρου να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Και συνέχισε ότι η Συμφωνία εταιρικής σχέσης ΕΕ-Mercosur αποτελεί δήθεν ζωτικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας και ένδειξη της δέσμευσης της ΕΕ στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής. Τόνισε δε ότι η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ενίσχυσε τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της ΕΕ με τα κράτη της Mercosur, «δίνοντας στις εταιρείες της ΕΕ ένα πλεονέκτημα πρώτης κίνησης σε μια περιοχή όπου το εμπόριο με την Κίνα κυριαρχεί» μιας και η Κίνα είναι ο κύριος εξαγωγέας και εισαγωγέας από τη Βραζιλία. Και κατέληξε ότι δήθεν η «Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις της αγοράς μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας, ιδίως όσον αφορά τον γεωργικό τομέα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η εταιρική σχέση με τη Mercosur δεν επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαίων γεωργών».
Από την πλευρά μας από τη στήλη αυτή ήδη από τις 14 Δεκεμβρίου 2024 είχαμε επισημάνει ότι «με την αδασμολόγητη εισαγωγή των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Mercosur στην ΕΕ θα πληγεί το εισόδημα των ευρωπαίων αγροτών καθώς τα προϊόντα της Mercosur μη τηρώντας τα αυστηρά ευρωπαϊκά πρότυπα (standards) σε σχέση με την περιβαλλοντική προστασία, την προστασία της υγείας των καταναλωτών και την ευζωία των εκτρεφόμενων ζώων έχουν χαμηλότερα κόστη παραγωγής και συνακόλουθα χαμηλότερες τιμές πώλησης με αποτέλεσμα να δημιουργείται έτσι ένας αθέμητος ανταγωνισμός κατά των ευρωπαϊκών αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων» (www.political.gr 14/12/2024 σελ.41).
Και συνεχίζαμε: «Οι παραπάνω ανησυχίες επιτείνονται καθώς ήδη στις 16 Οκτωβρίου 2024 είχε έρθει στη δημοσιότητα σχετική Έκθεση της ίδιας της Κομισιόν (https://ec.europa.eu 16/10/2024) αναφορικά με τους αυξημένους κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών μιας και οι μηχανισμοί ελέγχου και τήρησης των ευρωπαϊκών προδιαγραφών κατά της χρήσης απαγορευμένων φυτοφαρμάκων, αντιβιοτικών και ορμονών που λειτουργούν στις χώρες της Mercosur δεν είναι επαρκείς. Ειδικότερα όπως προκύπτει από την εν λόγω Έκθεση της Κομισιόν (DG(SANTE) 2024-8087) μετά από έρευνα που έγινε στη Βραζιλία το διάστημα από 27 Μαΐου 2024 έως 14 Ιουνίου 2024 διαπιστώθηκε ότι ο κατάλογος των ορμονών που έχει εγκριθεί για χρήση στα βοοειδή στη Βραζιλία, περιλαμβάνει οιστραδιόλη 17β, η οποία απαγορεύεται στην ΕΕ να χρησιμοποιείται για ζωοτεχνικούς σκοπούς σε ζώα από τα οποία παράγονται τρόφιμα. Επιπλέον στην ίδια Έκθεση τονίζεται ότι υπάρχουν 23 κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν οιστραδιόλη 17β και τα οποία είναι εγκεκριμένα στη Βραζιλία για ζωοτεχνική χρήση. Μάλιστα στις ετικέτες τους δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε βοοειδή, το κρέας των οποίων προορίζεται για την αγορά της ΕΕ. Θα πρέπει να σημειωθεί δε ότι η οιστραδιόλη 17β έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη και την εξέλιξη διαφόρων τύπων καρκίνων».
Ακολούθως επισημαίναμε ότι «επίσης σύμφωνα με την παραπάνω Έκθεση της Κομισιόν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Βραζιλίας δεν μπορούν να εγγυηθούν την αξιοπιστία των ένορκων δηλώσεων των εκεί αρμόδιων φορέων για μη χρήση οιστραδιόλης 17β στα βοοειδή και επίσης δεν είναι σε θέση να πιστοποιήσουν αξιόπιστα τη σχετική συμμόρφωση που υποτίθεται ότι πιστοποιείται στο αντίστοιχο υπόδειγμα υγειονομικού πιστοποιητικού ΕΕ για το βόειο κρέας που προορίζεται για εξαγωγές στην ΕΕ. Έτσι με τον τρόπο αυτόν αμφισβητείται πλέον η συνεχιζόμενη καταχώριση της Βραζιλίας στις χώρες που συμμορφώνονται με το Παράρτημα Ι του εκτελεστικού κανονισμού της ΕΕ 2021/405 αναφορικά με τα βοοειδή, τα οποία πρέπει να τηρούν τους υγειονομικούς κανόνες της ΕΕ. Το πρόβλημα όμως αυτό δεν αφορά μόνο το βόειο κρέας και τα παράγωγά του αλλά και το αγελαδινό γάλα και τα παράγωγά του σε χιλιάδες προϊόντα στην διατροφική αλυσίδα και στη βιομηχανία τροφίμων. Και σαν να μην έφταναν αυτά οι ανησυχίες για την ποιότητα του βόειου κρέατος της Βραζιλίας επιτάθηκαν καθώς στο τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 2024 ο διευθύνων σύμβουλος γνωστής γαλλικής αλυσίδας τροφίμων σε μια ένδειξη συμπαράστασης στους Γάλλους αγρότες δήλωσε ότι θα αποσύρει από τα ράφια των super market της εταιρείας στην Ευρώπη το βόειο κρέας Βραζιλίας καθώς όπως επισήμανε αυτό είναι αμφιβόλου ποιότητας ελλοχεύοντας κινδύνους για την υγεία των καταναλωτών. Ακολούθησε μποϊκοτάζ των εταιρειών επεξεργασίας κρέατος και των σφαγείων της Βραζιλίας που αρνήθηκαν να προμηθεύσουν με βόειο κρέας τα super market της εν λόγω γαλλικής εταιρείας στη Βραζιλία (www.lemonde.fr/en 24/11/2024). Μέσα σε δυο μέρες ο διευθύνων σύμβουλος του εν λόγω επιχειρηματικού ομίλου αναγκάστηκε να ανασκευάσει καθώς το μποϊκοτάζ στα 1000 καταστήματα της εταιρείας στη Βραζιλία αποδείχθηκε αποτελεσματικό (www.lemonde.fr/en 26/11/2024)».
Και καταλήγαμε: «Αντιλαμβάνεται κανείς ότι όλα τα παραπάνω προκαλούν πλέον εύλογες ανησυχίες στους ευρωπαίους καταναλωτές και για τον λόγο αυτόν υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις από τις ευρωπαϊκές καταναλωτικές οργανώσεις κατά της συμφωνίας με τη Mercosur. Αντίστοιχοι φόβοι υπάρχουν και για αρκετά μεταλλαγμένα αγροτικά προϊόντα που παράγονται στη Mercosur και κυρίως για τη σόγια. Παρά ταύτα οι πιέσεις των ευρωπαϊκών πολυεθνικών ομίλων για την υπογραφή της συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου ΕΕ-Mercosur απέδωσαν καθώς τα οικονομικά τους οφέλη από τη συμφωνία αναμένεται να είναι τεράστια.
Επιπλέον με τη συμφωνία ΕΕ-χωρών Mercosur οι ευρωπαϊκοί επιχειρηματικοί όμιλοι αποκτούν πλήρη ελευθερία κινήσεων στις εν λόγω χώρες οι οποίες είναι σημαντικές για τη στήριξη της εφοδιαστικής αλυσίδας της ΕΕ με κρίσιμες πρώτες ύλες καθώς Αργεντινή και Βολιβία κατέχουν το 43% των παγκόσμιων αποθεμάτων λιθίου που είναι απαραίτητο για την πράσινη μετάβαση, ενώ η Βραζιλία διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα κρίσιμων πρώτων υλών στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων γραφίτη, μετάλλων σπάνιων γαιών και φωσφορικών πετρωμάτων. Η πρόσβαση σε αυτά τα αποθέματα εκτιμάται ότι θα βοηθήσει στη διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού κρίσιμων πρώτων υλών της Ευρώπης και θα μειώσει την εξάρτηση από την Κίνα (www.epc.eu 22/11/2024). Έτσι τα συμφέροντα των ευρωπαίων αγροτών, κτηνοτρόφων και καταναλωτών θυσιάστηκαν για άλλη μια φορά χάριν της αύξησης της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών πολυεθνικών και της ανάγκης για διείσδυσή τους στις χώρες της Mercosur όπου αναμένεται να ανταγωνιστούν με τους αμερικανικούς και κινεζικούς επιχειρηματικούς οικονομικούς ομίλους» (www.political.gr 14/12/2024 σελ.41).
Οψόμεθα λοιπόν για τη συνέχεια που θα δοθεί όχι μόνο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και στα μπλόκα των αγροτών ανά την Ευρώπη.