Η εκλογή Μπάιντεν αναμφίβολα ανακάτεψε την τράπουλα στη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Οι διάφοροι διεθνείς παίκτες παγκόσμιοι και περιφερειακοί αναζητούν το βηματισμό του νέου Προέδρου των ΗΠΑ προκειμένου να αναπροσαρμόσουν ή και να χαράξουν νέα στρατηγική. Στο πλαίσιο αυτό ο γαλλογερμανικός άξονας επιδιώκει να ρίξει γέφυρες στην Ουάσιγκτον με στόχο τη διαμόρφωση ενός New Deal στις διατλαντικές σχέσεις. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το κοινό άρθρο που δημοσίευσαν ταυτόχρονα στις 16 Νοεμβρίου στις εφημερίδες Le Monde, Washington Post και Die Zeit οι υπουργοί εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν και Χάικο Μάας με το οποίο καλούν τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να προχωρήσει σε αναθέρμανση των διατλαντικών σχέσεων οι οποίες ομολογουμένως είχαν διαταραχθεί επί προεδρίας Τραμπ ο οποίος δεν δίστασε να κηρύξει εμπορικό πόλεμο και στην ΕΕ.
Άλλωστε η ομάδα Τραμπ ευθύς εξ αρχής είχε βάλει στο στόχαστρο τη Γερμανία καθώς θεωρούσε ότι το Βερολίνο χρησιμοποιούσε ένα “κατάφωρα υποτιμημένο” ευρώ για να επωφεληθεί έναντι των ΗΠΑ.
Η ένταση με την ΕΕ κλιμακώθηκε επίσης από πλευράς ΗΠΑ καθώς ο Τραμπ ήταν θιασώτης μιας νέας αμερικανικής μερκαντιλικής πολιτικής που στόχευε σε μια περισσότερο προστατευτική εμπορική πολιτική, ενώ ο Μπαράκ Ομπάμα, η Χίλαρι Κλίντον και κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ είχαν εκφραστεί ανοικτά υπέρ και δρομολογούσαν τις διαδικασίες ολοκλήρωσης των εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού (την TTIP, την TiSA και την TTP), δηλαδή αυτά τα ιδιότυπα «οικονομικά ΝΑΤΟ» με τα οποία οι Αμερικανοί επιχειρούσαν να μαντρώσουν την Ευρώπη και όλους τους συμμάχους τους για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της Κίνας και της Ρωσίας. Γι’ αυτό και ο Ομπάμα ήθελε να υπογραφεί η TTIP πριν την αποχώρησή του από την προεδρία των ΗΠΑ χωρίς όμως να τα καταφέρει εν τέλει με αποτέλεσμα ο Τραμπ να ενταφιάσει κυριολεκτικά την ΤΤΙP και την ΤΤP.
Όμως η σύγκρουση Τραμπ με την ΕΕ δεν οφειλόταν μόνο στον ανταγωνισμό των εμπορικών συμφερόντων των δύο πλευρών. Είχε και βαθύτερα αίτια τα οποία είχαν σχέση με την αντίθεση Τραμπ στο ευρωπαϊκό εγχείρημα αυτό καθ΄ αυτό. Έτσι σε αντίθεση με την πάγια θέση του Δημοκρατικού Κόμματος το οποίο ήταν και παραμένει θερμός θιασώτης της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η στροφή του Τραμπ προς την ανάδειξη εκ νέου του «έθνους-κράτους» ως βασικού παίκτη στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και η συνακόλουθη απαξίωση κάθε αντίληψης περί πολυμερών διεθνών διευθετήσεων και συγκροτημάτων, είχε σημαντικές επιπτώσεις και στον τρόπο αντιμετώπισης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Έτσι όπως είχαμε τονίσει από τα τέλη του 2016 (Κυριακάτικη Kontranews, 11/12/2016) ο Τραμπ έβλεπε την ΕΕ σαν 28 και στη συνέχεια σαν 27 αυτοτελή κράτη και όχι σαν ένα ενιαίο σύνολο. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε σε αντίθεση με τον Ομπάμα, ο Τραμπ υποστήριξε αποφασιστικά το Brexit.
Με την ήττα(;) λοιπόν του Τραμπ ο γαλλογερμανικός άξονας επανέρχεται ζητώντας από τον Μπάιντεν να ακολουθήσει το γνωστό business as usual που δεν είναι τίποτε άλλο από την αναθέρμανση των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ-ΕΕ, στο πλαίσιο μιας νέας διατλαντικής σχέσης η οποία όμως θα ανακατανείμει τους ρόλους όχι μόνο στην οικονομία και στο εμπόριο αλλά και στα θέματα ασφάλειας με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα του ΝΑΤΟ, της αντιμετώπισης της Ρωσίας και της Κίνας καθώς και ορισμένων περιφερειακών παικτών όπως είναι το Ιράν και η Τουρκία.
Στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων ο Μπάιντεν αναμένεται να ακολουθήσει την κλασσική αντίληψη του Δημοκρατικού Κόμματος που στηρίζει τον ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει στην όξυνση του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας με Κίνα και Ρωσία και στην επανάκαμψη των ΗΠΑ στο ρόλο του διεθνούς χωροφύλακα υπό το πρόσχημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την υφήλιο, γεγονός βέβαια που πέραν των άλλων εξυπηρετεί και τα συμφέροντα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ για αύξηση των πωλήσεων όπλων.
Στο πεδίο της οικονομίας τα κεντημένα της προεδρίας Τραμπ δεν είναι εύκολο να ανατραπούν αβρόχοις ποσίν καθώς ιδίως στη φάση της πανδημίας είναι βέβαιο ότι ο Μπάιντεν προς απογοήτευση των Βρυξελλών απ΄ ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου του σε σχέση με τη στήριξη των αμερικανικών πολυεθνικών και την προτίμηση στα αμερικανικά προϊόντα. Αλλά και στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Μπάιντεν προκύπτει ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στις «παλιές καλές ημέρες του Ομπάμα» περί ελευθέρου εμπορίου, μιας και ο Μπάιντεν προτιμά πλέον να διακηρύσσει ότι είναι υπέρ του «δίκαιου εμπορίου», δηλαδή υπέρ ενός περιορισμένου προστατευτισμού στο πεδίο των εμπορικών σχέσεων με την επιβολή δασμών για λόγους δήθεν προστασίας του περιβάλλοντος και των εργασιακών δικαιωμάτων. Και αυτό σημαίνει ένταση του οικονομικού ανταγωνισμού με το Πεκίνο ιδίως τώρα που αυτό ενίσχυσε τη θέση του με την πρόσφατη υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας Ασίας-Ειρηνικού (RCEP) στην οποία εκτός από την Κίνα συμμετέχουν Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Αυστραλία και άλλες 11 χώρες που δημιουργούν πλέον το μεγαλύτερο εμπορικό μπλοκ στον κόσμο με 26 τρις δολάρια ΑΕΠ και καταναλωτές το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού (The Japan Times 16/11/2020).